Ευαγγελία Χ. Μουζά
Φιλόλογος
ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ
ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ - ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ
.
Όταν η ονοματική φράση (ουσιαστικό) που προσδιορίζει μια άλλη βρίσκεται στην ίδια πτώση με αυτή, τότε ονομάζεται ομοιόπτωτος προσδιορισμός (π.χ. «Είναι ο φίλος του, ο Αλέξης»). Αντίθετα, όταν βρίσκεται σε διαφορετική πτώση, ονομάζεται ετερόπτωτος προσδιορισμός (π.χ. «Είναι ο φίλος του αδερφού μου»).
- Οι ετερόπτωτοι προσδιορισμοί είναι συνήθως σε πτώση γενική, η οποία μπορεί να δηλώνει:
¨ Τον κτήτορα («Το αυτοκίνητο του πατέρα μου»).
¨ Το δράστη μιας ενέργειας και ονομάζεται γενική υποκειμενική («Ακούγεται το σφύριγμα του ανέμου»).
¨ Τον αποδέκτη μιας ενέργειας και ονομάζεται γενική αντικειμενική («Οι νέοι είναι συντελεστές πρόοδου»).
¨ Τον τόπο («Το κρασί της Λήμνου είναι εξαίσιο»).
¨ Το χρόνο («Τα επιτεύγματα του αιώνα μας είναι θαυμαστά»).
¨ Τις διαστάσεις («Έχτισε σπίτι με συνολική έκταση διακοσίων τετραγωνικών»).
¨ Την ιδιότητα («Τους ακολουθούσαν τα πουλιά της θάλασσας»).
¨ Το σκοπό ή τη χρήση («Παράγγειλε τα ρούχα του γάμου»).
¨ Την αιτία («Τον αρρώστησε ο πόνος του χωρισμού»).
¨ Το σύνολο και ονομάζεται γενική διαιρετική («Η πλειοψηφία των μαθητών θέλει ένα καλύτερο εξεταστικό σύστημα»)
¨ Κ.λπ.
- Οι ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται:
¨ Για να ορίσουν ακριβέστερα το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, προσθέτοντας ένα ιδιαίτερο και γνωστό γνώρισμα σ? αυτό ή απλώς για να το χαρακτηρίσουν και ονομάζονται παράθεση («Του μίλησα για την αγάπη, το πιο όμορφο συναίσθημα»). Η παράθεση μπορεί να αναλυθεί με αναφορική πρόταση, οπότε εννοείται το «ο οποίος, -α, -ο», («Του μίλησα για την αγάπη, η οποία είναι το πιο όμορφο συναίσθημα
¨ Για να διασαφηνίσουν-επεξηγήσουν το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, όταν η έννοια του είναι γενική και κάπως αόριστη και ονομάζονται επεξήγηση («Εγώ είμαι, ο Γιώργος»), οπότε εννοείται το «δηλαδή».
¨
Πώς μπορούμε να διακρίνουμε την παράθεση από την επεξήγηση:
Στην παράθεση από μια έννοια ειδικότερη (μερικότερη) πηγαίνουμε σε μια άλλη έννοια γενικότερη. Η πορεία δηλαδή είναι από το μερικό στο γενικό (π.χ. «Η Κατερίνα, η φίλη μου, κέρδισε το στοίχημα.»).
Στην επεξήγηση συμβαίνει το αντίστροφο, από μια έννοια δηλαδή γενικότερη πηγαίνουμε σε μια έννοια μερικότερη. Η πορεία είναι από το γενικό στο μερικό (π.χ. «Η φίλη μου, η Κατερίνα, κέρδισε το στοίχημα.»).